ἐξυπηρέτησαν

ἐξυπηρέτησαν
ἐξυπηρετέω
assist to the utmost
aor ind act 3rd pl
ἐξυπηρετέω
assist to the utmost
aor ind act 3rd pl (homeric ionic)
ἐξυπηρετέω
assist to the utmost
aor ind act 3rd pl (homeric ionic)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • αρχαιοπώλης — Έμπορος που ασχολείται με αγοραπωλησίες αρχαίων αντικειμένων κάθε είδους, συμπεριλαμβανομένων χειρογράφων και βιβλίων (κοινώς, αντικέρ). Το εμπόριο αρχαίων αντικειμένων δεν είναι σύγχρονο φαινόμενο. Κατά τους ελληνιστικούς χρόνους, στη Ρώμη και… …   Dictionary of Greek

  • Κωνσταντίνος ο Μέγας — (Flavius Valerius Constantinus, Ναϊσσός Μοισίας [σημερινή Νις Σερβίας] 280; – Νικομήδεια Βιθυνίας 337 μ.Χ.). Ρωμαίος αυτοκράτορας (306 337), ιδρυτής του Ανατολικού Ρωμαϊκού κράτους (Βυζαντινής αυτοκρατορίας). Ήταν γιος του Κωνσταντίου του Χλωρού …   Dictionary of Greek

  • Μαρδαΐτες — Ορεινό φύλο που κατοικούσε στα βουνά της Συρίας κατά τη βυζαντινή περίοδο. Ήταν χριστιανοί (κατά τη γνώμη ορισμένων ιστορικών Ελληνοσύροι) και αποτέλεσαν ανταρτικά σώματα (μ. σημαίνει αντάρτης στα αραβικά) που εξυπηρέτησαν το Βυζάντιο μετά την… …   Dictionary of Greek

  • Σταυροφορίες — Ονομάζονται έτσι οι πολεμικές εκείνες επιχειρήσεις των Δυτικοευρωπαίων (11ος 13ος αι.), που εγκαινιάζονται με πρωτοβουλία των παπών και στόχο την απελευθέρωση των Αγίων Τόπων από τους Μωαμεθανούς και ειδικότερα από τους Σελτζούκους Τούρκους, και… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”